- εισπράκτορας
- receveur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εισπράκτορας — ο (Α εἰσπράκτωρ) νεοελλ. υπάλληλος που έχει ως έργο την είσπραξη χρημάτων αρχ. ο επαίτης … Dictionary of Greek
εἰσπράκτορας — εἰσπράκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… … Dictionary of Greek
τοκοπράκτωρ — ορος, ὁ, Α εισπράκτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + πράκτωρ «εισπράκτορας»] … Dictionary of Greek
Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… … Deutsch Wikipedia
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
δασμολόγος — ο (Α δασμολόγος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα αρχ. ο εισπράκτορας τών φόρων … Dictionary of Greek
διαψηφιστής — ο (Α) 1. εισπράκτορας φόρων, λογιστής 2. υποστηρικτής … Dictionary of Greek
εισπράκτης — εἰσπράκτης, ο (Α) 1. εισπράκτορας, επιστάτης με εντολή άλλου 2. επόπτης συγκομιδής και επιστάτης εργατών … Dictionary of Greek